- ὀδοντικῶν
- ὀδοντικόςdentalfem gen plὀδοντικόςdentalmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
λαβιδοδοντία — η ανατ. τύπος σύγκλεισης τών οδοντικών φραγμών κατά τον οποίο τα μασητικά χείλη τών πρόσθιων δοντιών συναντώνται μεταξύ τους σαν σκέλη λαβίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαβίς, ίδος + οδοντία < ὀδούς, όντος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
οδοντινογένεση — η ιατρ. ο σχηματισμός τής οδοντίνης και τών οδοντοβλαστών τών οδοντικών θηλών από το τέλος τού 4ου εμβρυϊκού μήνα … Dictionary of Greek
παραπίθηκος — Απολιθωμένος ανθρωποειδής πίθηκος. Ένα τμήμα της κάτω γνάθου του με δόντια βρέθηκε το 1911 στα κοιτάσματα της κατώτερης ολιγοκαίνου από τον Γερμανό επιστήμονα Ο. Σλόσερ, κοντά στο Κάιρο. Το τμήμα αυτό βρέθηκε μαζί με υπολείμματα του… … Dictionary of Greek
φρέζα — Εργαλειομηχανή που πραγματοποιεί το φρεζάρισμα, μηχανουργική κατεργασία στην οποία γίνεται εκμετάλλευση της περιστροφικής κίνησης ενός κυλινδρικού εργαλείου (φρέζα), στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει μια σειρά κοπτικών πτερυγίων. Όταν το… … Dictionary of Greek
δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… … Dictionary of Greek
οδοντογονία — οδοντογονία, η και οδοντογένεση, η η πρώτη διάπλαση των οδοντικών θηλών του εμβρύου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)